- Μαυροθαλασσίτης
- ο, θηλ. Μαυροθαλασσίτισσααυτός που κατοικεί στις ακτές τής Μαύρης Θάλασσας ή κατάγεται από τις περιοχές αυτές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακροθαλασσίτης — ισσα, ικο ο ακρογιαλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ακροθαλασσιά ή ακροθάλασσα πρβλ. επίσης Μαύρη Θάλασσα: Μαυροθαλασσίτης] … Dictionary of Greek
μαυροθαλασσίτικος — η, ο αυτός που ανήκει στη Μαύρη Θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από Μαυροθαλασσίτης] … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek